- αὐλοδόκη
- αὐλο-δόκη, ἡ,A flute-case, AP5.205 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυλοδόκη — αὐλοδόκη, η (Α) η αυλοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + δόκη < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόκη)] … Dictionary of Greek
αὐλοδόκην — αὐλοδόκη flute case fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek